Εκεί που ... βρίζουν το χρήμα.


Η λέξη “χρήμα” έχει πολλά συνώνυμα στη ρωσική αργκό. Λάχανο, λεμόνι, “μπάμπκι”, και άλλα που προστίθενται για να αντικαταστήσουν τα προηγούμενα. Ενα πράγμα όμως, μένει αμετάλλακτο: Οι περισσότερες λέξεις είναι απαξιωτικές, κι αποκλείουν οποιαδήποτε ευγενή υποδοχή για το χρήμα.
Εκεί που ... βρίζουν το χρήμα
Γελοιογραφία του Νιγιάζ Καρίμοφ
Τη σοβιετική εποχή οι πιο διαδεδομένες λέξεις ήταν “καπούστα” (“λάχανο”) και “μπάσλι”. Η αναλογία με το λάχανο είναι σαφής: Μια δεσμίδα χαρτονομισμάτων μπορεί να παρομοιαστεί με φύλλα λάχανου. Και η λέξη “μπάσλι”, σύμφωνα με γλωσσολόγους, προέρχεται από την εβραϊκή λέξη “μπίσελ” που σημαίνει “βράζω”. Το κέρδος από μια πράξη διαμεσολάβησης στο ρωσικό αργκό αποκαλείται “απόβρασμα”, δηλαδή “κάτι που σχηματίζεται στην επιφάνεια ρευστής τροφής κατά τον βρασμό”. Σ' ένα παλιό ανέκδοτο, ένας “επιχειρηματίας” αγοράζει αβγά για ένα ρούβλι, τα βράζει και τα πουλά για ένα ρούβλι, και στην ερώτηση τι κέρδος βγάζει, απαντά: “Το απόβρασμα!”.
Από το “καρότσι” στο “στειρωμένο πουλάρι”
Ωστόσο και το “λάχανο” και το “μπάσλι” εκτοπίστηκαν από τη λέξη “μπάμπκι”. Από που προήλθαν αυτές οι ... “γιαγιάδες”, όπως μεταφράζεται η λέξη “μπάμπκι”, δεν εξηγείται εύκολα. Μια εκδοχή υποστηρίζει ότι ήδη τον 18ο αιώνα έτσι λέγονταν τα χαρτονομίσματα με την απεικόνιση της Μεγάλης Αικατερίνης, αλλά από τότε κανένα άλλο γυναικείο πρόσωπο δεν απεικονίστηκε πάνω στα χαρτονομίσματα.

Όταν η λέξη “μπάμπκι” επικράτησε επί όλων των ανταγωνιστών της και έγινε πια κοινή, παρήγαγε μια νέα μορφή: Το “μπαμπλό”. Η κατάληξη “λο” έχει εδώ τη σημασία της γενίκευσης: Οι συγκεκριμένες “γιαγιάδες” μετατρέπονται σε μια αφηρημένη οντότητα. Στα τέλη της δεκαετίας του 1990, εμφανίστηκε μια ειρωνική και κάπως κυνική παροιμία: “Το μπαμπλό νικά το κακό”.
Στις αρχές του 1990 οι ρώσοι πολίτες απέκτησαν την άδεια να έχουν ξένο συνάλλαγμα. Παλιότερα γι' αυτό αντιμετώπιζαν ποινική δίωξη.  Η γλώσσα, λοιπόν, άρχισε γρήγορα να κατασκευάζει νέες λέξεις. Οι αργκό λέξεις για το δολάριο αναφέρονταν κυρίως στο χρώμα του χαρτονομίσματος. Τα δολάρια αποκαλούνταν “γκρινί” (από το green) ή “πρασινάδα”. Ωστόσο, υιοθετήθηκε και η πρωτότυπη σλανγκ λέξη, “μπάκσι” (που  μπορούσε να αναφέρεται με τα πρώτα τρία γράμματα - “τα ρούβλια του Μπακού”, δηλαδή από την πόλη Μπακού.
Τα “ξύλινα” και τα “ρακούν”
Στο επίσημο επίπεδο, για το ξένο συνάλλαγμα εμφανίστηκε η συντομογραφία “ΣΚΒ” (“ελεύθερα μετατρέψιμο νόμισμα”). Ενώ τα ρούβλια, ώσπου να μπορούν να μετατραπούν ελεύθερα σε άλλο συνάλλαγμα, αποκαλούνταν στην καθημερινότητα “ξύλινα”, σε αντίθεση με τα πλήρους αξίας “χρυσά” και “αργυρά” ρούβλια της τσαρικής Ρωσίας.
Την περίοδο του καλπάζοντος πληθωρισμού των αρχών του 1990, τα καταστήματα ανέγραφαν τις τιμές, όχι σε ρούβλια, που έχαναν ραγδαία την αξία τους, αλλά σε δολάρια. Όμως επειδή το δολάριο στη Ρωσία δεν θα μπορούσε να καταστεί επίσημο νόμισμα συναλλαγών, πάνω στα προϊόντα ανέγραφαν “у.е.” (“συμβατικές μονάδες”), και δίπλα έγραφαν την ισχύουσα τιμή της “συμβατικής μονάδας” που συνήθως συνέπιπτε με την τρέχουσα τιμή δολαρίου. Υπήρχαν και ειρωνικές εκδοχές της αποκωδικοποίησης του “у.е.”, όπως το “νεκρά ρακούν”. Την ίδια εποχή επέστρεψε και η σχεδόν ξεχασμένη από την πληθωριστική δεκαετία του 1920 λέξη “λεμόνι”.

Το 1990 ένα εκατομμύριο ρούβλια δεν αποτελούσε πολύ μεγάλο ποσό, και μετά την ρύθμιση της νέας ισοτιμίας, μαζί με την σταθεροποίηση του ρουβλιού, επανέκτησε τη συμβολική του σημασία. Η ρωσική εκδοχή της δημοφιλούς τηλεοπτικής εκπομπής Oh, Lucky Man! λέγεται “Ποιός θέλει να γίνει εκατομμυριούχος;”, και το μέγιστο κέρδος αντιστοιχεί όχι σε ένα, αλλά σε τρία εκατομμύρια ρούβλια. Εντούτοις, σε δολάρια αυτό το ποσό είναι ισοδύναμο των εκατό χιλιάδων, δηλαδή είναι δέκα φορές μικρότερο του πραγματικού εκατομμυρίου, και δύο φορές λιγότερο από την σημερινή αξία του φτηνότερου διαμερίσματος στη Μόσχα.

Από τις άλλες λέξεις, δανικές από τα αγγλικά, να αναφέρουμε το “πράις” (price) και το “κας” (cash). Η λέξη “πράις” χρησιμοποιούνταν ήδη από τους ρώσους χίπις της δεκαετία του 1970, ενώ η λέξη “κας” αποτελεί σήμερα χρηματιστηριακό όρο. Ωστόσο ακούγεται κάπως σνομπ, οπότε ακόμη και οι επαγγελματίες χρησιμοποιούν πιο συχνά τη ρωσική λέξη “ναλ” (από το “ναλίτσνιε”, που σημαίνει τα μετρητά, ώστε και αντιστοίχως, οι τραπεζικές πληρωμές αποκαλούνται “μπεζνάλ”).

Τέλος, αναμφισβήτητα παντοτινή και σύγχρονη παραμένει η λέξη “μάνι” (money). Έγινε δημοφιλής τη δεκαετία του 1970, χάρη στα τραγούδια των  ABBA, Pink Floyd και της Λάιζα Μινέλι (στην ταινία “Καμπαρέ”). Στη σημερινή δε Ρωσία, αυτή η παράδοση βρήκε στήριξη στο πρόσωπο του τραγουδιστή του επιδεικτικού συγκροτήματος “Λενινγρκάντ” Σεργκέι Σνούροφ, ο οποίος ρίμαρε τη λέξη “μάνι” με το “στην τσέπη” (“να καρμάνε”):

«Είναι ωραία, όταν έχεις στην τσέπη
Αυτό ακριβώς το μάνι, το μάνι.
Όταν έχεις τα “μπάμπκι”, όλα πάνε καλά.
Επομένως πίνουμε πάλι, πίνουμε πάλι...»

http://rbth.gr
Σου άρεσε η ανάρτηση;Στήριξε την προσπάθειά μας με ένα like!
Share:

Translate from English,Russian into Greek

Translate

Τελευταια γλωσσα που προστεθηκε.

Recently updated posts. Πρόσφατες

Popular Posts

Recent comments

Labels

Blog Archive